- σερενάτα
- (serenata). Σύνθεση για τραγούδι και όργανα με την οποία, από τα τέλη του 17ου αι., τιμούνταν διάφορα πρόσωπα με την ευκαιρία εορταστικών εκδηλώσεων. Με την έννοια αυτή η σ. πήρε πολλές φορές την ευρύτητα του ορατόριου και της καντάτας. Αργότερα και κυρίως στο δεύτερο μισό του 18ου αι., η σ. - περιορίζοντας την έκταση της μορφής της - χαρακτηρίζει συνθέσεις που εκτελούνταν το βράδυ, συνήθως στο ύπαιθρο, κατά τη διάρκεια διασκεδάσεων και από μικρές ομάδες μουσικών. Αποτελούνταν από μια σουίτα χορών, όπου υπερίσχυαν τα μινουέτα, που συνεχίζονταν και κατάληγε σ ένα εμβατήριο. Ο τύπος αυτής της σύνθεσης, ενίσχυσε σε πολλούς συνθέτες ένα είδος κεφιού χαρακτηριστικού του «ντιβερτι-μέντου», που εμφανίζεται πιο εντυπωσιακό στις σ. αποκλειστικά για πνευστά όργανα. Το 19o αι. η ρομαντική τάση έδωσε στη σ. ένα ελεγειακό και προσωπικό τόνο, που διαφαίνεται π.χ. σε πολυάριθμα Lieder (που ονομάζονται άλλωστε Standchen δηλαδή «σερενάτες») του Σούμπερτ, καθώς και του Σούμαν και του Μπραμς που έγραψαν σ. - όπως και ο Ντβόρζακ και ο Τσαϊκόφσκι - για ορχήστρα έγχορδων. Η σ. ως τραγούδι αφιερωμένο στην αγαπημένη, γνώρισε στιγμές μεγάλου εκφραστικού ύψους στο Δον Ζουάν του Μότσαρτ και στον Κουρέα της Σεβίλλης του Ροσίνι. Στη νεώτερη εποχή, η πλούσια άνθηση της σ. βρήκε εκφράσεις δεξιοτεχνίας, αλλά και ενδιαφέρουσες μορφές ύφους στις Σερενάτες του Ρίχαρντ Στράους, του Ιγκόρ Στραβίνσκι, του Αλφρέντο Καζέλα, του Γκοφρέντο Πετράσσι, του Άρνολντ Σαίνμπεργκ του Μπρούνο Μαντέρνα και του Λουτσιάνο Μπέριο.
* * *και σερενάδα, η, Ν1. ερωτικό άσμα που τραγουδιέται, συνήθως, το βράδυ κάτω από το παράθυρο αγαπημένης γυναίκας, αλλ. καντάδα2. είδος μουσικής σύνθεσης που άρχισε να αναπτύσσεται από τον μεσαίωνα και έφθασε στην πλήρη άνθησή της τον 18ο αιώνα συνδυάζοντας χαρακτηριστικά τής καντάτας, τού ορατορίου και τής όπερας και που τον 20ό αιώνα αποτελεί μουσικό είδος με πολύ ελεύθερη σύλληψη, τόσο ως προς το οργανικό δυναμικό του όσο και ως προς την φωνητική επεξεργασία ή τα όργανα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. serenata, για ουρανό «αίθριος, γαλήνιος», ενώ ο τ. σερενάδα < βεν. serenada (< λατ. sereno «είμαι αίθριος, λαμπρός»)].
Dictionary of Greek. 2013.